Gallery

Πως φθάσαμε ως εδώ; 2000: Ισχυρή Ελλάδα Νο 15

Η δραχμή «μίκρυνε» και έγινε … δεκάρα!

Μέσα στα τελευταία 20 χρόνια- με τις 3 εφάπαξ υποτιμήσεις και τις διολισθήσεις- η δραχμή έγινε φτηνότερη περίπου κατά 90%. Κυβέρνηση και μεγαλοεπιχειρηματίες, αξιοποίησαν την υποτίμηση για τη συμπίεση των λαϊκών εισοδημάτων και την άνοδο των καπιταλιστικών κερδών

Πόσο αξίζει σήμερα μια δραχμή συγκριτικά με την αξία της δραχμής το 1980; Δυστυχώς, όσο και αν φαντάζει και ακούγεται παράξενα, μια δραχμή σήμερα αξίζει όσο άξιζε πριν 20 χρόνια μια… τρύπια δεκάρα! Η «σύνθλιψη» της δραχμής είναι ένα από τα μεγάλα «επιτεύγματα» των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (που είχε την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας τα 16 από τα 20 χρόνια της περιόδου 1980- 1999). Στην περίοδο αυτή, οι κυβερνήσεις του «παλιού» και «νέου» ΠΑΣΟΚ, υιοθετώντας την πολιτική της «μαλακής δραχμής» μείωσαν την υποτίμησαν (με τις 3 εφάπαξ υποτιμήσεις και τη διολίσθηση) απέναντι στα ξένα νομίσματα με τα οποία συναλλάσσεται η Ελλάδα σε ποσοστό που αγγίζει το…90%! Δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι πριν φτάσει η ώρα που η δραχμή θα καταργηθεί και τυπικά (έτσι θέλει το διευθυντήριο των Βρυξελλών, αφού από το 2001 τα εθνικά νομίσματα των χωρών – μελών της ΕΕ που θα έχουν ενταχθεί στην ΟΝΕ θα συναλλάσσονται με Ευρώ και όχι εθνικά νομίσματα), στο όνομα της… ισχυρής Ελλάδας (!)

Αν, λοιπόν, στις προηγούμενες δεκαετίες, εξαφανίστηκε από την κυκλοφορία η πεντάρα, η δεκάρα και το πενηνταράκι, στη δεκαετία του 1990 άρχισαν να αποσύρονται από την κυκλοφορία- ελέω της απαξίωσης, που δέχτηκε η δραχμή λόγω πληθωρισμού και της γενικότερης οικονομικής πολιτικής των κυβερνώντων- οι δραχμές, τα δίφραγκα. Και φυσικά, παράλληλα με την απαξίωση του εθνικού νομίσματος και την απόσυρση των φραγκοδίφραγκων, η κυβέρνηση έριξε στην κυκλοφορία τα πεντοχίλιαρα και δεκαχίλιαρα, ομολογώντας έτσι την αποτυχία της να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.

Η απόφαση για την υποτίμηση της δραχμής πάρθηκε στη σύσκεψη του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου και το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Λ. Παπαδήμου την Πέμπτη 13 Γενάρη στο Μέγαρο Μαξίμου. Στη σύσκεψη αυτή, διαμορφώθηκε η πρόταση – αίτημα της κυβέρνησης στην ΕΕ για τον καθορισμό ισοτιμίας 340-342 δραχμές ανά Ευρώ, αντί 330 δραχμές που ήταν η τρέχουσα ισοτιμία και 353 δραχμές όπου είχε καθοριστεί η κεντρική ισοτιμία της δραχμής όταν δημιουργήθηκε η πρώτη ζώνη του Ευρώ. Η απόφαση αυτή, πάρθηκε κυρίως, με γνώμονα την ανάγκη να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός στα αναγκαία επίπεδα για την ένταξη στην ΟΝΕ, εν γνώσει της κυβέρνησης ότι θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα, στα ελλείμματα του δημόσιου, το δημόσιο χρέος κλπ. «Αν δε γινόταν η αναπροσαρμογή- έλεγε αρμόδιος παράγοντας- η δραχμή θα έπρεπε να διολισθήσει μέχρι τέλος του χρόνου κατά 6,5%, ενώ τώρα θα διολισθήσει μόνο κατά 3,5%, συμβάλλοντας στη συγκράτηση του πληθωρισμού».

Η σημαντικότεροι σταθμοί, στην πορεία «σύνθλιψης» της δραχμής, ήταν:

Το Μάρτη του 1983, όταν η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών τον Γερ. Αρσένη αποφάσισε να επιβάλει εφάπαξ υποτίμηση της δραχμής περίπου 15,5%, με πρόσχημα την αντιμετώπιση των μεγάλων ελλειμμάτων του ισοζυγίου.

Στις 15 Οκτώβρη 1985, όταν η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Κ. Σημίτη, αποφάσισε να επιβάλει εφάπαξ υποτίμηση της δραχμής κατά 15%, με πρόσχημα και πάλι, την αντιμετώπιση των προβλημάτων του ισοζυγίου.

Στις 18 Μάρτη του 1998, όταν η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη, αποφάσισε την εφάπαξ υποτίμηση της δραχμή κατά 12,3% και την παράλληλη ένταξή της στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρώ. Με την κίνηση αυτή, ικανοποιούσε ένα ακόμη πολιτικοοικονομικό όρο – αξίωση, του διευθυντηρίου των Βρυξελλών και των Ελλήνων μεγαλοεπιχειρηματιών, που θεωρούσαν σαν μια από τις προϋποθέσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και στην πρώτη ζώνη του Ευρώ την 1-1-1999. Ομως, η ένταξη της Ελλάδας στην πρώτη ζώνη του Ευρώ, δεν έγινε το 1999, καθώς η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να εκπληρώσει όλα τα κριτήρια (βασικά του πληθωρισμού) που έθετε η Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Το περασμένο Σάββατο 11 Γενάρη 2000 , όταν η κυβέρνηση Σημίτη, αποφάσισε- με το διευθυντήριο των Βρυξελλών- να αναπροσαρμόσει την ισοτιμία της δραχμής απέναντι στην κεντρική ισοτιμία του Ευρώ κατά 3,5%. Η αναπροσαρμογή αυτή κρίθηκε «αναγκαία» επειδή, στο διάστημα από τον Μάρτη του 1998 μέχρι την περασμένη βδομάδα, η δραχμή είχε ανατιμηθεί απέναντι στο Ευρώ και τα άλλα νομίσματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (δηλαδή είχε περιοριστεί το ποσοστό της προπέρσινης υποτίμησης) και έτσι αποφασίστηκε να γίνει η νέα υποτίμηση. Με βάση την ισοτιμία που ορίστηκε την περασμένη βδομάδα- και αν δεν αλλάξουν οι προθέσεις των Βρυξελλών και οι επιθυμίες του μεγάλου κεφαλαίου- η ισοτιμία δραχμής με το Ευρώ την 1-1-2001 που η Ελλάδα αναμένεται να ενταχθεί στην ΟΝΕ, θα είναι 340,75 δραχμές.

Ποιοι πλήρωσαν τα «σπασμένα»

Αξίζει να σημειωθεί, και οι 3 εφάπαξ υποτιμήσεις της δραχμής ενίσχυσαν την εξάρτηση της Ελλάδας από το εξωτερικό (πολιτική, οικονομική, στρατιωτική), ενώ η όποια συγκράτηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου συνοδεύτηκε με την επιδείνωση άλλων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Φτάνει μόνο να θυμίσουμε ότι οι δύο πρώτες εφάπαξ υποτιμήσεις που επιβλήθηκαν στη δεκαετία του ’80, όρος της ΕΟΚ ήταν το τίμημα των δανείων στήριξης του ισοζυγίου που χορηγήθηκαν από τους ξένους τραπεζίτες με την έγκριση της ΕΟΚ. Για να δώσει την έγκρισή της η Κομισιόν στα δάνεια αυτά, έθεσε μια σειρά πολιτικοοικονομικούς όρους (υποτίμηση της δραχμής, μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, ξήλωμα του κράτους πρόνοιας, ενίσχυση της κερδοσκοπικής ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου κλπ.), τους οποίους δεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν- και εφάρμοσαν στο ακέραιο- οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Ανάλογους πολιτικοοικονομικούς όρους- για «σταθεροποίηση και ανάπτυξη της λιτότητας»- επέβαλε το διευθυντήριο των Βρυξελλών και με την τρίτη υποτίμηση (ταχύτερες ιδιωτικοποιήσεις και γενικότερα «λιγότερο κράτος» με το ξήλωμα κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων των εργαζομένων, ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, κλπ.), προσφέροντας σαν αντάλλαγμα την υπόσχεση της ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001.

Συνέπεια της συναλλαγματικής πολιτικής που εφάρμοσαν οι κυβερνώντες τα τελευταία 20 χρόνια (16 το ΠΑΣΟΚ και 4 η ΝΔ), ήταν να χάσει η δραχμή περίπου 90% της αγοραστικής της δύναμης. Τα ακριβή ποσοστά υποτίμησης της δραχμής απέναντι στα νομίσματα των χωρών – μελών της ΕΕ, στο Ευρώ καθώς επίσης και στο δολάριο ΗΠΑ και στο γιέν Ιαπωνίας, φαίνονται στον πίνακα.

Θα πρέπει βέβαια να υπογραμμίσουμε πως αν οι συνέπειες από τη ραγδαία υποτίμηση της δραχμής ήταν λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρές, για κάποιους η πολιτική σύνθλιψης της δραχμής αποδείχτηκε χρυσοφόρα καθώς αξιοποιήθηκε σαν ένας ακόμη μηχανισμός λεηλασίας των λαϊκών εισοδημάτων.

Αυτοί που πλήρωσαν τα «σπασμένα» της συναλλαγματικής ήταν οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα, που είδαν την αγοραστική τους δύναμη να συνθλίβεται και να κατρακυλά παράλληλα με τους γοργούς ρυθμούς που υποτιμήθηκε η δραχμή. Στους εργαζόμενους φόρτωσαν τα βάρη της υποτίμησης με τον «ετεροχρονισμό της ΑΤΑ» (το 1983), με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (το 1985) που…«απαγόρευαν τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα» φτάνοντας στο σημείο να επιβάλλουν και πρόστιμο στο «Ρ», επειδή είχε δώσει αυξήσεις καθώς επίσης και με τη γενικότερη αντιλαϊκή οικονομική πολιτική (φορολογική, τιμολογιακή, γεωργική, βιοτεχνική, κλπ). Ανάλογα βάρη, επιβλήθηκαν και στους αγρότες, τους βιοτέχνες και τα άλλα πλατιά λαϊκά στρώματα. Το βεβαιώνουν τα επίσημα εθνικολογιστικά στοιχεία, με τη διαχρονική εξέλιξη των εισοδημάτων των μισθωτών, των συνταξιούχων, των αγροτών, των επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων, τα εισοδήματα των οποίων ακολουθούσαν και ακολουθούν- όπως η δραχμή-την κατιούσα…

Αντίθετα, η σύνθλιψη της δραχμής- σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (και για 4 χρόνια της ΝΔ), αποδείχτηκε λίπασμα πρώτης τάξης για το πολυεθνικό κεφάλαιο και τους συνεργάτες του μεγαλοεπιχειρηματίες στην Ελλάδα. Το βεβαιώνουν τα παχυλά και προκλητικά κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων (τραπεζικών, ασφαλιστικών, βιομηχανικών, εμπορικών κλπ.) που στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν με κάθε τρόπο την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, όχι γιατί ξαφνικά έγιναν… «σοσιαλιστές», αλλά γιατί διαπίστωσαν στην πράξη πως το ΠΑΣΟΚ υπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους από τη ΝΔ!

Λ.Τ.

ΠΗΓΗ: ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 23/01/2000 

Προηγούμενο:  Πως φθάσαμε ως εδώ; 2003: Ισχυρή Ελλάδα Νο 14

2 responses to “Πως φθάσαμε ως εδώ; 2000: Ισχυρή Ελλάδα Νο 15

  1. Παράθεμα: Οι σοφιστείες του κ. Πρετεντέρη | καλύτερες μέρες

  2. Παράθεμα: Πως φθάσαμε ως εδώ; 2000: υπέρβαση δαπανών 1,3 τρισ | καλύτερες μέρες

Σχολιάστε